Η ιδιοκτησία είναι θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, κατοχυρωμένο και προστατευόμενο από το Σύνταγμα της Ελλάδος και από πλήθος ευρωπαϊκών και διεθνών συμβάσεων, όπως από τον ΟΗΕ, ο οποίος έχει θεσμοθετήσει ειδικό Επίτροπο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, το Συμβούλιο της Ευρώπης το οποίο έχει θεσμοθετήσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και πρόσφατα Ευρωπαϊκό Επίτροπο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία στην Συνθήκη της Νίκαιας (άρθρο 17) ρητά προστατεύει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των πολιτών της.
Η χώρα μας, παρότι ανήκει σε εκείνες που κατά κανόνα σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, εν τούτοις δυστυχώς εξακολουθεί να κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις στις καταδίκες για παραβιάσεις του δικαιώματος της ιδιοκτησίας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου (ECHR), ενώ Ο «ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ», δημοσίευσε τον Απρίλιο του 2005 εκτενέστατη ειδική έκθεσή του με τίτλο «ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ, ΣΤΕΡΗΣΗ, ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ», στην οποία επισήμανε ότι αυτό «είναι ένα μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα που απασχολεί χιλιάδες ιδιοκτήτες γης, δεδομένου ότι το ελληνικό δημόσιο και οι ΟΤΑ δεσμεύουν ιδιοκτησίες, χωρίς να αποζημιώνουν, ακόμη και επί δεκαετίες.
Το δικαίωμα στην περιουσία κατοχυρώθηκε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το ανωτέρω άρθρο φέρει τον τίτλο «Προστασία της ιδιοκτησίας» και στην πρώτη του παράγραφο ορίζεται ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους» ενώ σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο αυτού «Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχυι νόμους ούς ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Το άρθρο περιέχει τρεις ειδικότερες διατάξεις. Σύμφωνα με την πρώτη διάταξη του εδαφίου α΄ της πρώτης παραγράφου του άρθρου, αναγνωρίζεται σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το δικαίωμα σεβασμού της περιουσίας του και ειρηνικής απόλαυσης των αγαθών του. Κατά τη δεύτερη διάταξη του εδαφίου β΄ της πρώτης παραγράφου του άρθρου, η οποία αναφέρεται στη στέρηση της ιδιοκτησίας του ατόμου, κανένα πρόσωπο δεν δύναται να στερηθεί της περιουσίας του , παρά μόνο για λόγους δημοσίας ωφέλειας και σύμφωνα με τους όρους του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου, ενώ σύμφωνα με την τρίτη διάταξη της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 1, αναγνωρίζεται στα κράτη το δικαίωμα να θεσπίζουν τους νόμους εκείνους , τους οποίους κρίνουν αναγκαίους, προκειμένου να ρυθμίσουν τη χρήση των αγαθών, σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον ή να εξασφαλίζουν την καταβολή φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων.
Υποκείμενα του δικαιώματος στην περιουσία είναι, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Στο άρθρο 1 δεν γίνεται καμία διάκριση ως προς την ιθαγένεια και , ως εκ τούτου, η διάταξη αφορά τόσο τους ημεδαπούς πολίτες και τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα όσο και τους αλλοδαπούς, τους πρόσφυγες ή τους ανιθαγενείς καθώς επίσης και τα αλλοδαπά νομικά πρόσωπα, υπό τον όρο ότι έχουν εντός της ελληνικής , εν προκειμένω, επικράτειας περιουσιακά αγαθά, τα οποία προστατεύονται ως τέτοια από τη Σύμβαση.
Αντικείμενο του δικαιώματος αυτού είναι η περιουσία, η οποία, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, είναι έννοια αυτόνομη και ανεξάρτητη από τις αντίστοιχες στο εσωτερικό των Κρατών. Το Δικαστήριο προσδίδει περιεχόμενο, ερμηνεύει και εφαρμόζει τον όρο «περιουσία», σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια, χωρίς να προσκολλάται στο νόημα που αυτός μπορεί να έχει στις εσωτερικές έννομες τάξεις. Η έννοια ,λοιπόν, της περιουσίας κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ είναι ευρύτατη και εκτείνεται πέραν της εμπράγματης φύσης του δικαιώματος, περιλαμβάνοντας και κάθε περιουσιακό δικαίωμα, ήτοι και ενοχικής φύσεως. (βλ. αποφ. ΕΔΔΑ Στραν και Στρατής Ανδρεάδης κατά Ελλάδας). Να σημειωθεί ότι το άρθρο 1 εφαρμόζεται αποκλειστικά σε ήδη υπάρχουσα περιουσία, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων, για την απόκτηση ή ικανοποίηση των οποίων ο προσφεύγων μπορεί να υποστηρίξει ότι έχει τουλάχιστον μία «εύλογη προσδοκία». (βλ.απόφαση Ιατρίδης κατά Ελλάδος, Αντωνακόπουλος κατά Ελλάδος).
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει αναδείξει στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ την ύπαρξη των τριών προαναφερθέντων κανόνων, σχετικά με την προστασία της περιουσίας, όπως αυτοί διαμορφώθηκαν νομολογιακά στην υπόθεση Sporrong and Lönnroth κατά Σουηδίας με την από 23.9.1982 απόφαση και με τις αποφάσεις Iatridis κατά Ελλάδος, 25.3.1999, παρ. 62, Antonakopoulos κ.α. κατά Ελλάδος, 14.12.1999, παρ. 31 & Karahalios κατά Ελλάδος, 11.12.2003, παρ. 33.
Οι τρεις αυτοί κανόνες, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, δεν είναι αυτοτελείς και θα πρέπει ο δεύτερος και τρίτος κανόνας, οι οποίοι αφορούν σε ειδικότερες περιπτώσεις επέμβασης στο δικαίωμα για σεβασμό της περιουσίας, να ερμηνεύονται υπό το φως της γενικής αρχής του πρώτου κανόνα. Σε περίπτωση, επομένως, που μία υπόθεση δεν εμπίπτει στην έννοια της στέρησης ή της ρύθμισης της χρήσης της περιουσίας, εξετάζεται από το Δικαστήριο με βάση τον πρώτο κανόνα, δηλαδή εκείνον που αναγνωρίζει, όπως προελέχθη, το εν γένει δικαίωμα του προσώπου για σεβασμό της περιουσίας του. Εφαρμόζεται , δε, στην περίπτωση που μια υπόθεση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δεύτερου κανόνα περί στέρησης της περιουσίας και του τρίτου κανόνα περί ρύθμισης της χρήσης της ιδιοκτησίας. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο υπάγει τα πραγματικά περιστατικά μιας υπόθεσης απευθείας στον πρώτο κανόνα. (αποφ. ΕΔΔΑ Καραχάλιος κατά Ελλάδας). Στο πεδίο εφαρμογής του πρώτου κανόνα εμπίπτουν και οι υποθέσεις που αφορούν συνταξιοδοτικές παροχές, μισθούς και εν γένει κοινωνικές παροχές. (αποφ. Αποστολάκης κατά Ελλάδος).
Το Δικαστήριο, μετά τη διαπίστωση της ύπαρξης επέμβασης στο δικαίωμα στην περιουσία, προβαίνει στον έλεγχο του δικαιολογημένου ή μη της επέμβασης αυτής, εξετάζοντας την ύπαρξη του στοιχείου της νομιμότητας και της εξυπηρέτησης σκοπού δημοσίου συμφέροντος. Εάν τα στοιχεία αυτά ικανοποιούνται, το Δικαστήριο ,ακολούθως, προβαίνει στον έλεγχο της ύπαρξης δίκαιης ισορροπίας μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος και του δικαιώματος για την προστασία της περιουσίας, ανάλογα με τα δεδομένα της εκάστοτε υπόθεσης.
Όπως προαναφέρθηκε, το ίδιο το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ θέτει τις προϋποθέσεις για την επιτρεπτή στέρηση της ιδιοκτησίας. Σύμφωνα με την νομολογία του ΕΔΔΑ, μια επέμβαση στην ειρηνική απόλαυση των αγαθών πρέπει να τηρεί μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων της δημόσιας ωφέλειας και των απαιτήσεων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Επίσης, το Δικαστήριο διακρίνει τις περιπτώσεις νόμιμης απαλλοτρίωσης, στις οποίες δεν καταβλήθηκε η δέουσα αποζημίωση από τις περιπτώσεις της de facto απαλλοτρίωσης , όπου η αφαίρεση της ιδιοκτησίας ήταν παράνομη, ως προς τον προσδιορισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης. Έκρινε, λοιπόν, ότι η αποζημίωση λόγω παράνομης στέρησης, σε περίπτωση μη επανόρθωσης, απαιτείται να ενσωματώνει την ιδέα της εξάλειψης όλων των συνεπειών της εν λόγω παραβίασης.
Τέλος, η ΕΣΔΑ απονέμει την εξουσία στα Κράτη να θεσπίζουν νόμους , τους οποίους κρίνουν αναγκαίους, προκειμένου να ρυθμίζουν τη χρήση των αγαθών, σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον ή προκειμένου να εξασφαλίζουν την καταβολή φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων. Από τη ανωτέρω διατύπωση προκύπτει ότι οι σχετικοί περιορισμοί στο δικαίωμα στην περιουσία πρέπει να είναι αναγκαίοι. Εν προκειμένω το Δικαστήριο ελέγχει κάθε φορά τόσο τη νομιμότητα και το σκοπό του μέτρου, με το οποίο το κράτος επεμβαίνει στη σφαίρα της ατομικής περιουσίας όσο και την τήρηση της δίκαιης ισορροπίας μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος και της απαιτούμενης προστασίας της ατομικής περιουσίας. Στην περίπτωση αυτή, εντάσσονται και οι περιπτώσεις επιβολής μέτρων από το κράτος, προκειμένου να εξασφαλιστεί η καταβολή φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων. Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ως εισφορές νοούνται μεταξύ άλλων τα δικαστικά έξοδα ενώ στην έννοια των προστίμων εντάσσονται και τα προαναφερόμενα μέτρα της κατάσχεσης ή της δήμευσης , τα οποία ακολούθησαν την ποινική δίωξη , τη δίκη και την τελική καταδίκη του προσφεύγοντος. Το Δικαστήριο, κρίνει κάθε φορά εάν το επιβληθέν μέτρο, με το οποίο υπήρξε επέμβαση στην περιουσία του προσφεύγοντος, εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, ώστε να υπαχθεί στον τρίτο υπό εξέταση κανόνα. Μέσα από την πλούσια νομολογία του Δικαστηρίου έχουν κριθεί ως λόγοι δημοσίου συμφέροντος σκοποί οικονομικοί και κοινωνικοί όπως η προστασία ατόμων με ειδικές ανάγκες, η κατασκευή δημοσίων έργων, σκοποί χωροταξικοί, η προστασία του περιβάλλοντος, η δημόσια υγεία και ασφάλεια και άλλοι πολλοί , οι οποίοι κρίνονται ως τέτοιοι ad hoc από το Δικαστήριο, κατόπιν εξέτασης των πραγματικών περιστατικών της κάθε υπόθεσης.
Σήμερα το δικαίωμα στην ιδιοκτησία είναι εκείνο το οποίο δέχεται τις περισσότερες παραβιάσεις στην Ελλάδα, όπως άλλωστε όλοι διαπιστώνουμε καθημερινά. Πρέπει να γίνει αντιληπτό στην Ελληνικη Πολιτεία ότι τα προβλήματα που η Ελληνική κοινωνία πρωτίστως και οικονομία αντιμετωπίζουν δεν λύνονται με φοροεπιδρομές και ωμές παραβιάσεις του δικαιώματος στην περιουσία.
* Ο Κων/νος Ι. Μαυροειδής είναι Δικηγόρος Αθηνών, Πρόεδρος του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες και τ. Επιστημονικός συνεργάτης του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.