Το πρόβλημα του κτηματολογίου παραμένει και εντείνεται. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη που δεν διαθέτει κτηματολόγιο, δηλαδή χάρτες που να αποτυπώνουν την ιδιωτική και δημόσια κτήση επί ακινήτων και να οριοθετούν τα δάση και τον αιγιαλό.
Ο βασικός λόγος του ισχνότατου μέχρι σήμερα αποτελέσματος κτηματογράφησης (κάτω του 10% της χώρας), σε πλήρη αναντιστοιχία με τα τεράστια κονδύλια που έχουν δαπανηθεί από τη δεκαετία του 1990 έως σήμερα, έγκειται στην πλήρη αγνόηση του συστήματος καταγραφής των εμπραγμάτων δικαιωμάτων των υποθηκοφυλακείων, που υπήρχε ήδη από συστάσεως του ελληνικού κράτους τον 19ο αιώνα, και των μεταγεγραμμένων σε αυτά τίτλων ιδιοκτησίας και βαρών. Οι πολίτες εκλήθησαν να δηλώσουν από την αρχή τα δικαιώματά τους, με ποινή μάλιστα οριστικής απώλειας αυτών εάν δεν το πράξουν, και το βάρος του έργου εναποτέθηκε στο «φαραωνικό» project της επανακαταχώρισης όλων των εμπραγμάτων δικαιωμάτων, αντί να τεθεί στο πραγματικό ζητούμενο, τη δημιουργία χαρτών.
Σε μία κρίσιμη, λοιπόν, οικονομική συγκυρία, όπου η δημιουργία και λειτουργία ενός ολοκληρωμένου και αξιόπιστου κτηματολογίου φαντάζει πιο επιτακτική από ποτέ, αντί να ομολογήσουμε όλοι την αποτυχία του υπάρχοντος σχεδιασμού και να επανακατευθύνουμε το έργο στην τεχνική κατεύθυνση που έπρεπε εξαρχής να έχει, η κυβέρνηση επέλεξε απλώς να αλλάξει ταμπέλα: τα υποθηκοφυλακεία της χώρας καταργούνται και ονομάζονται κτηματολογικά γραφεία. Και έτσι η χώρα θα αποκτήσει –δήθεν– κτηματολόγιο!
Ο σχετικός πρόσφατος «νόμος Σταθάκη» (ν.4512/2018) πάσχει σε δύο επίπεδα:
α) Σε επίπεδο συνταγματικότητας, καθώς καταργεί με κοινό νόμο τον θεσμό των (αμίσθων και εμμίσθων) υποθηκοφυλακείων και το δημόσιο λειτούργημα των αμίσθων υποθηκοφυλάκων, αποκόπτοντας πλήρως την καταχώριση των εμπραγμάτων δικαιωμάτων από τη δικαστική εξουσία, σχέση όμως που το ίδιο το Σύνταγμα εγγυάται στο άρθρο 92 παρ. 4. Ο συνταγματικός νομοθέτης θέλησε ο διενεργών τον νομικό έλεγχο και την καταχώριση εμπραγμάτων δικαιωμάτων, ως ασκών οιονεί δικαιοδοτικό έργο σύμφωνα με τη νομολογία, να απολαμβάνει λειτουργικής ανεξαρτησίας, υποκείμενος στην εισαγγελική εποπτεία (και μόνο!). Με τις νέες ρυθμίσεις το δημόσιο λειτούργημα μετατρέπεται σε δημοσιοϋπαλληλική σχέση και η εισαγγελική εποπτεία αντικαθίσταται από την πειθαρχική εξουσία του εκάστοτε κομματικά διορισμένου Δ.Σ. του νεόκοπου ΝΠΔΔ «Ελληνικό Κτηματολόγιο». Η προφανής συνέπεια είναι η συγκέντρωση του έλεγχου της ιδιοκτησίας –ιδιωτικής και δημόσιας– στην εκτελεστική εξουσία και δη στο υπουργείο Περιβάλλοντος. Επί της συνταγματικότητας του νόμου έχει ήδη κληθεί να αποφανθεί το Συμβούλιο της Επικρατείας.
β) Ο νόμος πάσχει όμως και σε επίπεδο πρακτικής λειτουργίας του συστήματος και προόδου του έργου του κτηματολογίου. Ο νομοθέτης υπολαμβάνει ότι με την κατάργηση των υποθηκοφυλακείων θα προχωρήσει το έργο του κτηματολογίου, ωσάν το πρόβλημα του κτηματολογίου να ήταν τα υποθηκοφυλακεία. Αντίθετα όμως, το πρόβλημα του κτηματολογίου είναι ότι διαχρονικά παρέβλεψε τα υποθηκοφυλακεία, τον θεσμό που διέθετε τη μόνη νομικά έγκυρη πληροφορία και μπορούσε να διασφαλίσει νομική ασφάλεια στο νέο σύστημα. Οι υποθηκοφύλακες είναι αυτοί που διενεργούν καθημερινά όχι μόνο τις καταχωρίσεις στο κτηματολογικό σύστημα, αλλά και τις διορθώσεις των σφαλμάτων που προκάλεσε η διαδικασία της επανακαταχώρισης.
Η λειτουργία του συστήματος του κτηματολογίου από τα υποθηκοφυλακεία ήδη από το έτος 2003 απέδειξε ότι οι δύο θεσμοί μπορούν να λειτουργήσουν παράλληλα, όπως συμβαίνει στην πλειονότητα των χωρών της Ευρώπης. Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι η μη ύπαρξη ενιαίου φορέα κτηματολογίου και υποθηκοφυλακείων, αλλά η μη ύπαρξη κτηματολογίου. Και τίποτα στον πρόσφατο νόμο Σταθάκη δεν εγγυάται ότι θα έχουμε σύντομα.
* Ο κ. Κώστας Χρυσόγονος είναι καθηγητής Νομικής ΑΠΘ, ευρωβουλευτής.